Βιβλία
- Αρχαία Κείμενα
- Βιογραφίες & Μαρτυρίες
- Γλωσσολογία & Σημειολογία
- Γραμματολογία & Λογοτεχνικό Δοκίμιο
- Γυναίκα - Μητρότητα - Εγκυμοσύνη
- Διατροφή, Βότανα & Υγεία
- Δίκαιο
- Εγκυκλοπαίδειες
- Επιστήμες
- Θρησκείες - Θεολογία
- Ιατρική
- Ιστορία
- Κοινωνιολογία - ΜΜΕ - Δημοσιογραφία
- Λαογραφία - Εθνολογία - Οδοιπορικά - Ταξίδια - Ανακαλύψεις
- Λεξικά
- Λογοτεχνία
- Μαγειρική & Οινολογία
- Μελέτες, Δοκίμια
- Μεταφυσική - Εσωτερισμός - Αναζήτηση
- Ξενόγλωσσα
- Οικονομία - Μάνατζμεντ
- Παιδαγωγική Επιστήμη
- Παιδικά & Νεανικά Βιβλία
- Περιοδικά - Κόμικς - Γελοιογραφίες - Χιούμορ
- Πληροφορική
- Πολιτική - Διεθνείς Σχέσεις
- Συμπληρωματική Ιατρική
- Σχολικά Βιβλία Οργανισμού
- Σχολικά Βοηθήματα
- Ταξιδιωτικοί Οδηγοί & Χάρτες
- Τέχνες
- Τεχνολογία
- Φιλοσοφία - Φιλοσοφικό Δοκίμιο
- Φύση - Περιβάλλον - Οικολογία
- Χόμπυ - Αθλητισμός
- Ψυχολογία - Ψυχιατρική - Ψυχανάλυση
ΜΟΥΧΑΡΕΜ
κερδίστε 1,21 €
Συνήθως αποστέλλεται εντός 10 εργάσιμων ημερών (προϋπόθεση στοκ προμηθευτή)
Κωδικός είδους : |
008.4827 |
Βάρος : |
0.21 kg |
|
Συγγραφέας : |
Εκδότης : |
|||
Διαστάσεις : |
12x20 |
Εξώφυλλο : |
Μαλακό |
|
Σελίδες : |
146 |
Barcode : |
9789602114322 |
|
Ετος κυκλοφορίας : |
1999 |
Περιγραφή
Στα δέκα μου ήξευρα πολλές δουλειές του χωριού. Με την κόσα να κόβω τριφύλλι, να κόβω τη βρίζα κι έπειτα να τη δίνω για τα δεμάτια, στάρι-κριθάρι το καλοκαίρι, ν' αλωνίζω με τα βόδια από τα χαράματα, με τον «κριβάκι», το αεράκι που σηκώνεται το απόγιομα, το λίχνισμα πριν πέσει η νύχτα να μαντρώνω τα ζώα φροντίζοντάς τα, να τσαπίζω καλαμπόκι, καλέμια στα νέα δέντρα να βάζω -γράμματα ελάχιστα, να 'ναι καλά το στόμα των μεγάλων, δεν χρειάστηκαν και πολλά.Ταχιά όμως έμαθα και τον φόβο. Που έσφιγγε την ψυχή μου σαν νύχτα σκοτεινή όταν ακούγονται τα σκυλιά και γαβγίζουν ακροβολημένα. Φόβος από τα πάντα. Ένας παγωμένος αέρας που έφτανε στο χωριό απ' όλα τα μονοπάτια. Ζαπτιέδες, φορατζήδες, Τουρκαλβανοί ληστές αυτοί μαγάριζαν τις γυναίκες, έπαιρναν και τα κορίτσια μαζί με γρόσια απειλώντας δεκαπέντε χρόνια από τη γέννησή μου, ξάφνου, όλα έγιναν δύσκολα - από τότε βλέπω εφιάλτες τη νύχτα, κλαίγω και λαφρώνω.
Οι μεγάλοι δεν ήσαν πάντοτε κοντά μας, δούλευαν μακριά από το χωριό, το βιος μας δεν είχεν πόρτες. Μόνο σκυλιά που γάβγιζαν μέρα-νύχτα. Όλοι πιέζανε και μας σκοτώνανε, που θ' ακουμπήσουμε, που; Τα ίδια πάθαιναν και οι παλιοί, «περάσανε όμως και τα ξεχάσαμε», μουρμούριζαν κάποιοι. Τώρα σαν κάτι να τρίζει, οι Οσμανλήδες ανήσυχοι είναι, το δείχνουν και γίνονται χειρότεροι, αγριεύουν και φοβερίζουν. Όσοι απ' αυτούς έχουν τσιφλίκια τα παζαρεύουν γλυκομίλητοι με τους δικούς μας, λιγοστούς τσορμπατζήδες. Λιβάδι, δάσος, χωράφια, αμπέλια. Μα δεν κλείνουν ακόμα καπάκια, διστάζουν να τα δώσουν, νιτερέσο τους, λένε, είναι να περιμένουν, μήπως πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Ο φόβος όμως και δικός τους.
Ένας μόνο στο χωριό, ο Ρίστοχατζ-, γιατρός πρακτικός, ειδικός στο νταλάκι, κάνει πως δεν φοβάται. Πομπράτιμος του πατέρα, αγαπημένοι φίλοι χρόνια, σαν βλέπει το παράθυρο του ανοιχτό και τα φύλλα στο πλάι, παίρνει το τραγούδι. Πέντε μινούτια λέει το τραγούδι.