close
loading...
close
loading...
close
loading...
Εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία
Βιβλιοπροτάσεις
Bazaar Βιβλίου
Νέες Κυκλοφορίες
Best Sellers
Top 100

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΕΠΑΝΤΣΙΚΟΒΟ




10,00 € 9,00 €
κερδίστε 1,00 €
Συνήθως αποστέλλεται εντός 10 εργάσιμων ημερών (προϋπόθεση στοκ προμηθευτή)





Κωδικός είδους :
101.8747
Βάρος :
0.464 kg
Συγγραφέας :
Εκδότης :
Διαστάσεις :
14x21
Εξώφυλλο :
Μαλακό
Σελίδες :
288
Barcode :
9789604461059
ISBN :
978-960-446-105-9
Ετος κυκλοφορίας :
2018

Περιγραφή

[ ] Ο θείος μου, ο ταγματάρχης Γιεγκόρ Ιλίτς Ροστάνεβ, μόλις υπέβαλε παραίτηση πήγε και εγκαταστάθηκε στο χωριό Στεπαντσίκοβο, που το πήρε από κληρονομιά, και άρχισε να ζει εκεί πέρα, λες και σ’ όλη του τη ζωή ήταν ένας κτηματίας που ρίζωσε και δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο του. Υπάρχουν χαρακτήρες που μένουν ικανοποιημένοι από το καθετί και συνηθίζουν σε όλα. Τέτοιος ακριβώς ήταν και ο χαρακτήρας τού απόστρατου ταγματάρχη. Ήταν δύσκολο να φανταστείς έναν πιο ήρεμο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που να συμφωνεί έτσι αμέσως στο καθετί. Αν του σκαρφιζόταν κανενός να τον παρακαλέσει κάπως σοβαρά να τον κουβαλήσει στην πλάτη του κάνα δυο βέρστια, αυτός δεν αποκλείεται καθόλου να του έκανε το χατίρι. Είχε τόσο καλή καρδιά, που ώρες ώρες βρισκόταν έτοιμος να τα δώσει όλα σε πρώτη ζήτηση και να μοιραστεί και το τελευταίο του πουκάμισο με τον πρώτο που θα του το γύρευε. Είχε παρουσιαστικό παραμυθένιου γίγαντα. Ψηλός και στητός, κοκκινομάγουλος με άσπρα σαν ελεφαντόδοντο δόντια, με μακρύ σκουρόξανθο μουστάκι, με φωνή βροντερή, καμπανιστή και με ανοιχτόκαρδο, τραβηχτό γέλιο. Μίλαγε γρήγορα και κοφτά. Θα ’ταν τότε καμιά σαρανταριά χρονώ και όλη του τη ζωή, από τα δεκάξι του σχεδόν, την πέρασε στους ουσάρους. Παντρεύτηκε πολύ νέος και αγαπούσε σαν παλαβός τη γυναίκα του. Η γυναίκα του όμως πέθανε, αφήνοντάς του μια άσβηστη και ευγενική ανάμνηση. Τελικά, παίρνοντας κληρονομιά το χωριό Στεπαντσίκοβο, πράγμα που αύξησε την περιουσία του στις εξακόσιες ψυχές, παραιτήθηκε από τον στρατό και όπως το είπαμε παραπάνω, εγκαταστάθηκε στο χωριό μαζί με τα παιδιά του, τον Ηλιούσα που ήταν οκτώ χρονών (πάνω στη γέννα του Ηλιούσα ήταν που πέθανε η γυναίκα του) και τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Σάσενκα, ένα κοριτσάκι κάπου δεκαπέντε χρονών, που, από τότε που ’χε πεθάνει η μάνα του, ζούσε σε μια πανσιόν στη Μόσχα. Σε λίγο, όμως, το σπίτι του θείου μου έμοιαζε με κιβωτό του Νώε. Να πώς έγινε:
Την εποχή που πήρε την κληρονομιά και υπέβαλε την παραίτησή του, χήρεψε η μητερούλα του, η στρατηγίνα Κραχότκινα, που είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά με τον στρατηγό εδώ και δεκάξι περίπου χρόνια, όταν ο θείος μου ήταν ακόμα σαλπιγκτής. Και εδώ που τα λέμε, άρχιζε να σκέφτεται και ο ίδιος να παντρευτεί. Η μητερούλα του όλο τρενάριζε και δεν του ’δινε την ευχή της για τον γάμο, έχυνε πικρά δάκρυα, τον κατηγορούσε για εγωισμό και αγνωμοσύνη, και έλεγε πως δεν της έχει σεβασμό. Πάσχιζε να του αποδείξει πως το κτήμα του, με τις διακόσιες πενήντα τότε ψυχές, ίσα ίσα έφτανε για να συντηρήσει την οικογένειά του, να συντηρήσει, δηλαδή, τη μαμάκα του με όλο το επιτελείο της των διαφόρων γυναικών, που εκείνη φιλοξενούσε, των σκυλιών πεκινουά, των υπηρετών και των σιαμέζικων γατιών της, και τον καιρό ακριβώς που έκανε όλα αυτά τα παραπάνω, που τα ’βαζε μαζί του και τσίριζε, ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, παντρεύτηκε η ίδια πριν από τον γάμο του γιου της και είχε κλείσει κιόλας τότε τα σαράντα δυο. Εδώ που τα λέμε, και σε αυτήν ακόμα την περίπτωση, βρήκε αφορμή να κατηγορήσει τον φτωχό μου θείο, βεβαιώνοντας πως παντρεύεται μόνο και μόνο για να ’χει μια γωνιά να μείνει στα γεράματά της, πράγμα που της το αρνιέται ο ανάξιος εγωιστής, ο γιος της, που έβαλε στον νου του μια ασυγχώρητη αποκοτιά, να φτιάξει δικό του σπιτικό. [ ]